- ὥριμος
ὥριμος, ον, poet, statt. ὡραῖος, reif, zeitig; βότρυες Leon. Tar. 29 (IX, 316); Ggstz ἄωρος, von Fischen, Nicom. com. bei Ath. 291 b (v. 21); – auch in späterer Prosa, Lob. Phryn. p. 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὥριμος, ον, poet, statt. ὡραῖος, reif, zeitig; βότρυες Leon. Tar. 29 (IX, 316); Ggstz ἄωρος, von Fischen, Nicom. com. bei Ath. 291 b (v. 21); – auch in späterer Prosa, Lob. Phryn. p. 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὥριμος — ripe masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώριμος — η, ο / ὥριμος, ίμη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. γούρμος, η, ο, Ν, και τ. θηλ. ὡρίμα και ὥριμος Α (για καρπούς) αυτός που έφτασε σε πλήρη ανάπτυξη και είναι κατάλληλος για συλλογή και κατανάλωση νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) i) αυτός που βρίσκεται στην … Dictionary of Greek
ώριμος — η, ο 1. σχετικά με καρπούς, γινωμένος, γουρμασμένος: Τα σύκα είναι ώριμα· (μτφ.) πεπειραμένος: Είναι ώριμος επιστήμονας. 2. σχετικά με ανθρώπους, αυτός που βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του, ο ενήλικος: Είναι πια ώριμος άντρας. 3. φρ., «ώριμη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὡριμώτερον — ὥριμος ripe masc acc comp sg ὥριμος ripe neut nom/voc/acc comp sg ὥριμος ripe adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡριμώτατον — ὥριμος ripe masc acc superl sg ὥριμος ripe neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρίμως — ὥριμος ripe adverbial ὥριμος ripe masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὥριμον — ὥριμος ripe masc/fem acc sg ὥριμος ripe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡριμώτερα — ὥριμος ripe neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρίμοις — ὥριμος ripe masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρίμου — ὥριμος ripe masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρίμους — ὥριμος ripe masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)