- ἤθω
ἤθω, = ἠϑέω, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἤθω, = ἠϑέω, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ήθω — ἤθω (Α) σπάν. τ. τού ρ. ηθώ* … Dictionary of Greek
ηθώ — (Α ἠθῶ, έω και σπάν. τ. ἤθω) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω, σουρώνω, φιλτράρω αρχ. 1. παθ. ἠθοῡμαι, έομαι στραγγίζομαι, διυλίζομαι, καθαρίζομαι, φιλτράρομαι 2. μτφ. αφήνω κάτι να περάσει, να διέλθει («ἐκ τετρημένης [τὴν ῥῆσιν] ἠθεῑ» τήν αφήνει να… … Dictionary of Greek
ἠθῶ — ἠθέω sift pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἠθέω sift pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤθω — ἠθέω sift pres subj act 1st sg ἠθέω sift pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήθημα — το (Α ἤθημα) [ηθώ] το αποτέλεσμα τού ηθώ, αυτό που έχει υποστεί διύλιση, το διυλισμένο υγρό, το στραγγισμένο υγρό … Dictionary of Greek
ήθηση — η (Α ἤθησις) [ηθώ] η ενέργεια τού ηθώ, αποστράγγιση, διύλιση, στράγγισμα, σούρωμα αρχ. (για πέτρες) 1. καθάρισμα, τρίψιμο, λείανση («ἠθήσιος τῶν λίθων», επιγρ.) 2. κοσκίνισμα, καθαρισμός μεταλλεύματος … Dictionary of Greek
сито — укр. сито, блр. сiто, болг. сито, сербохорв. си̏то, словен. sito, чеш. sito, слвц. sito, польск. sito, н. луж. sуtо. Праслав. *sitо из *sēi to, которое связано с сеять, сею (см.). Ср. лит. sietas мелкое сито , лтш. siêts, лит. sijoti, sijoju… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
απηθώ — ἀπηθῶ ( έω) (Α) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ηθώ ( έω) «στραγγίζω, φιλτράρω»] … Dictionary of Greek
διηθώ — (Α διηθῶ, έω) [ηθώ] περνώ ένα υγρό μέσα από φίλτρο για να απομακρυνθούν όλες οι ξένες ουσίες, διυλίζω, φιλτράρω, στραγγίζω αρχ. 1. πλένω, καθαρίζω 2. σταλάζω … Dictionary of Greek
εξηθώ — ἐηθῶ, έω (Α) [ηθώ] διυλίζω, σουρώνω … Dictionary of Greek
ηθητήρας — ο (Α ἠθητήρ, ῆρος) [ηθώ] το όργανο με το οποίο διηθούμε, διυλίζουμε, ο ηθμός, το στραγγιστήρι, το σουρωτήρι … Dictionary of Greek