- ἤμορος
ἤμορος, VLL. = ἄμοιρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἤμορος, VLL. = ἄμοιρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ήμορος — ἤμορος, ον, θηλ. και ήμορίς (Α) αμέτοχος, άμοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητικό, με ιων. μα , κρότητα + μόρος «τμήμα μοίρα» (πρβλ. ομηρ. άμμορος). Στον Ησύχ. μαρτυρείται η γλώσσα ήμορος άμοιρος, το θηλ. ημορίς κενή, εστερημένη καθώς και ο ρηματ. τ.… … Dictionary of Greek
ἤμορος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημορίς — ἠμορίς, ίδος, ἡ (Α) [ήμορος] θηλ. τού ήμορος … Dictionary of Greek