- παιδο-βοσκός
παιδο-βοσκός, Kinder, Knaben hütend, Luc. Lexiph. 13, geziertes Wort.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδο-βοσκός, Kinder, Knaben hütend, Luc. Lexiph. 13, geziertes Wort.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηλονόμος — μηλονόμος, ον (Α) 1. αυτός που βόσκει πρόβατα ή αίγες 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μηλονόμος ποιμένας, βοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. αιγο νόμος, παιδο νόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] … Dictionary of Greek