- ἤμαιθον
ἤμαιθον, τό, p. bei Ath. VIII, 359 e πρόςδοτε – ἢ λέκος πυρῶν ἢ ἄρτον ἢ ἤμαιϑον, ἢ ὅ τι τις χρῄζει, worauf sich vielleicht die Glosse des Hesych. ἤμ. ἡμιωβέλιον bezieht, also ein halber Obolus.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἤμαιθον, τό, p. bei Ath. VIII, 359 e πρόςδοτε – ἢ λέκος πυρῶν ἢ ἄρτον ἢ ἤμαιϑον, ἢ ὅ τι τις χρῄζει, worauf sich vielleicht die Glosse des Hesych. ἤμ. ἡμιωβέλιον bezieht, also ein halber Obolus.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ήμαιθον — ἥμαιθον, τὸ (Α) (στην Κύλικο) μισός οβολός. [ΕΤΥΜΟΛ. Εμφανίζει πιθ. το ημι ως α συνθετικό (με συγκοπή τού ι ), ενώ το β συνθετικό είναι άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
ἤμαιθον — half obol neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤμαιθα — ἤμαιθον half obol neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)