- ὤγανον
ὤγανον, τό, = κνημίς ἁμάξης, B. A. 518, vgl. Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὤγανον, τό, = κνημίς ἁμάξης, B. A. 518, vgl. Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὤγανον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώγανον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «κνημὶς ἁμάξης». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί από την εκτεταμένη ετεροιωμένη μορφή ωγ τού θ. τού ἄγω (πρβλ. ἀγ ωγ ή), με επίθημα ανον, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. ξό ανον). Κατ… … Dictionary of Greek
περιώγανα — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) α) «ἐπίσσωτρα» β) «οἱ δὲ τὰς κνημίας, αἵ περιπήγνυται ταῑς άμάξαις». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὤγανον κνημὶς ἁμάξης, Ησύχ.] … Dictionary of Greek