- παιδο-κομία
παιδο-κομία, ἡ, Kinderpflege, -wartung, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδο-κομία, ἡ, Kinderpflege, -wartung, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειροκομία — η, Ν περιποίηση τών χεριών, κν. μανικιούρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κομία (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. παιδο κομία] … Dictionary of Greek