ἤπειρος

ἤπειρος

ἤπειρος, ἡ (ἄπειρος?), das feste Land, – al bei Hom. Ggstz von πέλαγος, Od. 3, 90; νῆαἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν Il. 1, 485, aufs Land ziehen, wie Hes. O. 622; ἐκ πόντου βὰς ἤπειρόνδε, wo die Insel gemeint ist, Od. 5, 56. So auch κατὰ τὴν ἤπειρον, im Ggstz von τῇσι νηυσί, zu Lande, Her. 8, 66. – b) im Ggstz gegen die Inseln, z. B. Ἐχινάδων νήσων τὰς ἡμισέας ἤδη ἤπειρον πεποίηκε Her. 2, 10, vgl. 1, 71; Thuc. 1, 5; οὐ νήσους, ἀλλ' ἤπειρον καρπούμενος Xen. Hell. 6, 1, 4; Plat. Tim. 25 a Phaed. 111 a. – Bei Hom. Od. 14, 97. 100 bedeutet es das Ithaka gegenüberliegende Festland, was nachher nom. pr. wird (w. m. s.). – c) die zusammenhangende Ländermasse, bes. der Continent Asien, Her. 1, 96; Aesch. Prom. 735. So Hippocr.; oft Isocr. vom Perserreich, vgl. Moeris zu Isocr. Panegyr. 36, dem dann Griechenland od. Europa als zweiter Continent gegenübersteht; δισσαῖσιν ἀπείροις Soph. Tr. 101; ἤπειροι ἀμφότεραι Add. 10 (VII, 240); δίδυμαι Ant. Ti. 56 (VII, 18); Pind. P. 9, 8 τρίτας ἀπείρου ῥίζαν, vgl. P. 4, 48, fügt Libyen als dritten Continent hinzu. Vgl. noch Schäfer Melet. p. 37.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἤπειρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤπειρος — terra firma fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήπειρος — Εκτεταμένο τμήμα ξηράς. Διακρίνεται από τα νησιά λόγω της μεγαλύτερης έκτασής του, ενώ χωρίζεται με τους ωκεανούς από τις άλλες η. Οι καθαυτό ή., με την ορθή έννοια του όρου, είναι τέσσερις: η ΑρχαίαΕυρασιατοαφρικανική ή., που σχηματίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • ήπειρος — η 1. ξηρά, στεριά. 2. ένα από τα πέντε μεγάλα τμήματα στα οποία χωρίζεται η Γη: Η Ασία είναι η πιο μεγάλη ήπειρος της Γης. 3. Ήπειρος, η περιοχή της Ελλάδας ανάμεσα στη Θεσσαλία και στο Ιόνιο πέλαγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ήπειρος — Sp Epỹras Ap Ήπειρος/Epeiros, Ipiros, Ipeiros Sp Eperas Ap Epīrus lotyniškai L Graikijos ist. ir adm. sritis …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Ἠπείρω — Ἤπειρος masc nom/voc/acc dual Ἤπειρος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Эпир — (Ήπειρος, Epirus). Словом Э. у древних греков обозначался вообще материк, в противоположность островам; в частности, этим именем жители западных греческих островов (Ионийского и Адриатического морей) называли противолежащий берег Эллады до входа… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ζερβίτσης, Νικόλαος — (Ήπειρος ; – Αθήνα 1838). Αγωνιστής του 1821. Πολέμησε στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα. Τον συνέλαβαν το 1824 στην Κρήτη και ενώ τον οδηγούσαν για εκτέλεση, κέρδισε την εμπιστοσύνη του Χουσεΐν μπέη και γλίτωσε τον θάνατο. Τον έστειλαν ως… …   Dictionary of Greek

  • Φιλητάς, Χριστόφορος — (Ήπειρος 1787 – Αθήνα 1867). Έλληνας φιλόλογος, γιατρός και δοκιμιογράφος. Σπούδασε αρχικά ιατρική στην Ιταλία και αργότερα φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Καντέρμπουρι. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα διορίστηκε διευθυντής στο λύκειο της… …   Dictionary of Greek

  • Ἠπείροιν — Ἤπειρος masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπείροιν — ἤπειρος terra firma fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”