- ἡβήτωρ
ἡβήτωρ, ορος, ὁ, = ἡβητήρ; κίχλαι ἡβήτορες Matro bei Ath. IV, 136 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡβήτωρ, ορος, ὁ, = ἡβητήρ; κίχλαι ἡβήτορες Matro bei Ath. IV, 136 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηβήτωρ — ἡβήτωρ, ὁ (Α) ηβητής*, νέος, ακμαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηβώ + κατάλ. ητωρ (πρβλ. ηγ ήτωρ, οικ ήτωρ). Παράλληλος τ. τού ηβητήρ στην ελληνιστική ποίηση χρησιμοποιούνται και οι δύο τύποι με την ίδια σημ.] … Dictionary of Greek
ἡβήτορας — ἡβήτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)