ἡλίκος

ἡλίκος

ἡλίκος (Correlativum zu πηλίκος), so groß wie; bei Ar. Ran. 55 wird auf die Frage πόϑος; πόσος τις; geantwortet μικρός, ἡλίκος Μόλων, klein, so groß (oder so klein) wie Molon; κατεστήσαμεν τηλικοῦτον, ἡλίκος οὐδείς πω βασιλεὺς γέγονε Μακεδονίας, so groß, so mächtig, wie noch Keiner, Dem. 1, 9; auch = so alt wie, Ar. Ach. 668; in indir. Frage, wie groß, αὐτίκα εἴσει καὶ ἡλίκος καὶ οἷος γέγονε Plat. Charm. 154 b; ἡλίκα γ' ἐστὶ τὰ διάφορα οὐδὲ λόγου προςδεῖ Dem. 1, 27; τοῦτο δὲ ἡλίκον ἐστί, ϑεωρήσατε, wie bedeutend es ist, 20, 32; ὁρῶν, ἡλίκος ἤδη καὶ ὅσων κύριός ἐστι Φίλιππος, wie mächtig, 6, 6; ἁλίκα τραύματα ποιεῖς Theocr. 19, 6; auch = wie alt, ὁρᾷς μὲν ἡμᾶς, ἡλίκοι προςήμεϑα βωμοῖσι Soph. O. R. 15; – bes. im staunenden od. bewundernden Ausrufe, ϑαυμαστὸς ἡλίκος, Wunder wie groß, Dem. 19, 24; τῷ μεγάλα ἢ ϑαυμάσια ἡλίκα δοῠναι 20, 41; Sp.; Luc. vrbdt μέγιστα ἡλίκα τἀγαϑά, de merc. cond. 13.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηλίκος — ἡλίκος, η, ον (Α) 1. τόσο μεγάλος κατά την ηλικία... όσο αρχ. 1. (σε πλάγ. ερώτ.) πόσο μεγάλος («ὁρῶν ἡλίκος ἐστί Φίλιππος», Δημοσθ.) 2. πόσο μικρός 3. στον πληθ. ἡλίκοι αυτοί που είναι διαφορετικής ηλικίας («ὁρᾷς μὲν ἡμᾱς ἡλίκοι προσήμεθα»,… …   Dictionary of Greek

  • ἡλίκος — as big as masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλικος — ἧλιξ of the same age masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλίκα — ἡλίκος as big as neut nom/voc/acc pl ἡλίκᾱ , ἡλίκος as big as fem nom/voc/acc dual ἡλίκᾱ , ἡλίκος as big as fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλίκαι — ἡλίκος as big as fem nom/voc pl ἡλίκᾱͅ , ἡλίκος as big as fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλίκον — ἡλίκος as big as masc acc sg ἡλίκος as big as neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλίκοσπερ — ἡλίκος , ἡλίκος as big as masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προήλιξ — ήλικος, ὁ, ἡ, Α (στον συγκριτ.) προηλικέστερος, έρα, ον (πιθ. γρφ.) αυτός που δεν έφθασε ακόμη στην ηλικία τού εφήβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἧλιξ «ίδιας ηλικίας» (πρβλ. ὁμ ῆλιξ)] …   Dictionary of Greek

  • τανυήλιξ — ήλικος, ὁ, ἡ, Α ο προχωρημένης ηλικίας, πολύ γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + ήλιξ (< ἧλιξ, ικος «συνομήλικος»), πρβλ. μεσ ῆλιξ. Για το θ. τού α συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι] …   Dictionary of Greek

  • υπερήλιξ — ήλικος, ο, η / ὑπερῆλιξ, ὁ, ἡ, ΝΑ (λόγιος τ.) βλ. υπερήλικος …   Dictionary of Greek

  • ἡλίκαις — ἡλίκος as big as fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”