ἡλο-κόπος

ἡλο-κόπος

ἡλο-κόπος, , Nagelschläger, Nagelschmied.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θυροκόπος — θυροκόπος, ον (Α) αυτός που χτυπά τις πόρτες, αυτός που ζητιανεύει, ο επαίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ηλο κόπος, ξυλο κόπος] …   Dictionary of Greek

  • καλαμοκόπος — καλαμοκόπος, ὁ (Α) πάπ. εργαζόμενος στην κοπή καλαμιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + κόπος (< κόπτω), πρβλ. ηλο κόπος, ξυλο κόπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”