παιδο-κόμος

παιδο-κόμος

παιδο-κόμος, Kinder pflegend, wartend, Nonn. D. 5, 378. 8, 183 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορνιθοκόμος — ο (Α ὀρνιθοκόμος, ον) νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ορνιθοκόμος άτομο που ασχολείται συστηματικά με την επιστημονική εκτροφή ορνίθων και, γενικά, πουλερικών, πτηνοτρόφος αρχ. 1. αυτός που εκτρέφει πτηνά 2. (το αρσ. ως κύριο ον.)… …   Dictionary of Greek

  • σταφυληκόμος — ον, Α το αρσ. ως ουσ. ὁ σταφυληκόμος ο αμπελουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. παιδο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • σταχυηκόμος — ον, Α αυτός που καλλιεργεί σιτηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, υος + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. παιδο κόμος. Το συνδ. φων. η οφείλεται σε μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • χειροκομία — η, Ν περιποίηση τών χεριών, κν. μανικιούρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κομία (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. παιδο κομία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”