Ἠλιακός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιακός — Άνοιγμα σε ορισμένες –θολοσκέπαστες ή όχι– οικίες στη βυζαντινή αρχιτεκτονική· στοά ή περιστύλιο. Βλ. λ. εξώστης. * * * και λιακός, ή, ό (AM ἡλιακός, ή, όν, Α δωρ. τ. ἁλιακός, ή, όν) [ήλιος] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ήλιο ή προέρχεται… … Dictionary of Greek
ἡλιακός — ἡλιᾱκός , ἡλιάω to be like the sun perf part act neut nom/voc/acc sg (attic doric) ἡλιάζομαι sit in the court perf part act neut nom/voc/acc sg ἡλιάζω bake in the sun perf part act neut nom/voc/acc sg ἡλιακός of the sun masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιακός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον ήλιο: Ηλιακή ακτινοβολία. – Ηλιακό φως. – Ηλιακή θερμότητα. – Ηλιακό σύστημα. – Οι ηλιακές κηλίδες είναι μαύρα στρογγυλά στίγματα πάνω στην επιφάνεια του ήλιου. – Ηλιακό ρολόι. 2. προσηλιακός, ηλιόλουστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλιακός άνεμος — Ροή φορτισμένων σωματιδίων, κυρίως πρωτονίων και ηλεκτρονίων, που εκτοξεύονται από τον Ήλιο προς όλες τις κατευθύνσεις. Η εξωτερική ατμόσφαιρα του Ήλιου, το ηλιακό στέμμα, έχει θερμοκρασία περίπου 1,5⋅ 106°Κ και είναι φυσικό –σε τόσο υψηλές… … Dictionary of Greek
Ἠλιακά — Ἠλιακός of neut nom/voc/acc pl Ἠλιακά̱ , Ἠλιακός of fem nom/voc/acc dual Ἠλιακά̱ , Ἠλιακός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλιακά — ἡλιακός of the sun neut nom/voc/acc pl ἡλιακά̱ , ἡλιακός of the sun fem nom/voc/acc dual ἡλιακά̱ , ἡλιακός of the sun fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἠλιακῶν — Ἠλιακός of fem gen pl Ἠλιακός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἠλιακόν — Ἠλιακός of masc acc sg Ἠλιακός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλιακῶν — ἡλιακός of the sun fem gen pl ἡλιακός of the sun masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλιακόν — ἡλιακός of the sun masc acc sg ἡλιακός of the sun neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)