ἡλιαστήριον

ἡλιαστήριον

ἡλιαστήριον, τό, ein Ort, um sich zu sonnen, Strab. XVII, 815; Galen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἡλιαστήριον — place for sunning oneself neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιαστήριο — το (Α ἡλιαστήριον) [ηλιάζω] νεοελλ. ιατρ. ειδικό διαμέρισμα θεραπευτηρίου ή νοσοκομείου που προορίζεται για τους ασθενείς που έχουν ανάγκη ηλιοθεραπείας αρχ. 1. τόπος όπου λιάζεται κάποιος 2. πάπ. τόπος όπου με λιάσιμο ξηραίνονται καρποί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”