- ἡλιό-πεπτος
ἡλιό-πεπτος, durch die Sonne gereist, σταφίς, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡλιό-πεπτος, durch die Sonne gereist, σταφίς, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλιόπεπτος — ἡλιόπεπτος, ον (Μ) αυτός που έχει ωριμάσει στον ήλιο («ἡλιόπεπτος σταφίς», Ιππιατρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + πεπτος (< πέπτω «ωριμάζω»), πρβλ. βραδύ πεπτος] … Dictionary of Greek
νεόπεπτος — νεόπεπτος, ον (Α) αυτός που ψήθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πεπτος (< πέσσω «μαλακώνω κάτι ψήνοντάς το»), πρβλ. ηλιό πεπτος] … Dictionary of Greek
πέσσω — και πέττω και πέπτω, Α 1. (για τον ήλιο, τον καιρό και το κλίμα) κάνω τους καρπούς να ωριμάσουν 2. μαγειρεύω, βράζω ή ψήνω 3. μοιράζω μαγειρεμένο φαγητό 4. (για το στομάχι) πέπτω, χωνεύω 5. (για το κρασί) διευκολύνω την πέψη 6. (σχετικά με… … Dictionary of Greek