- ἡλό-πληκτος
ἡλό-πληκτος, durch einen Nagel verletzt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡλό-πληκτος, durch einen Nagel verletzt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κισσόπληκτος — (Α) φρ. «μέλεα κισσόπληκτα» μέλη χτυπημένα από κισσό, από τον θύρσο, από βακχική μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. ηλό πληκτος, κεραυνό πληκτος] … Dictionary of Greek