- ἡμί-λουτος
ἡμί-λουτος, halb gewaschen, Cratin. bei Poll. 6, 161.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμί-λουτος, halb gewaschen, Cratin. bei Poll. 6, 161.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεόλουτος — και επικ. τ. νεόλλουτος, ον (Α) αυτός που λούστηκε πρόσφατα, αυτός που πλύθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + λουτος (< λούω), πρβλ. ημί λουτος] … Dictionary of Greek