- ἡμί-θηρ
ἡμί-θηρ, ηρος, ὁ, ἡ, Halbthier, halb thierisch, Apolld. 1, 6, 3; Philostr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμί-θηρ, ηρος, ὁ, ἡ, Halbthier, halb thierisch, Apolld. 1, 6, 3; Philostr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίθηρ — ἡμίθηρ, ὁ (Α) αυτός που είναι κατά το ήμισυ θηρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + θηρ «θηρίο»] … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek