- ἡμί-λιτρον
ἡμί-λιτρον, τό, halbes Pfund, Plut. Camill. 27; vgl. Poll. 6, 175 u. 9, 81.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμί-λιτρον, τό, halbes Pfund, Plut. Camill. 27; vgl. Poll. 6, 175 u. 9, 81.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίλιτρον — τὸ, Μ σύνολο τριών λιτρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + λίτρον (< λίτρα «λίτρο»), πρβλ. ἡμί λιτρον] … Dictionary of Greek
ημιλιτριαίος — ἡμιλιτριαῑος, αία, ον (Α) αυτός που ζυγίζει μισή λίτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + λιτριαίος (μτγν. τ. του λιτραίος < λίτρον)] … Dictionary of Greek