ἡνίον

ἡνίον

ἡνίον, τό, das Gebiß, τὸ μέσον τοῦ χαλινοῦ, Poll. 1, 148; der plur. bei Hom. = ἡ ἡνία, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἡνίον — reins neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤνιον — ἤ̱νιον , ἀνέω imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἤ̱νιον , ἀνέω imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λισσάνιος — λισσάνιος, ον (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «ἀγαθός» 2. φρ. «ὦ λυσσάνιε» καλέ μου φίλε. [ΕΤΥΜΟΛ. Λακωνικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Η λ. θεωρείται «σύνθ. εκ συναρπαγής» (λ. σχηματισμένη από ολόκληρη φράση) τού λισσὸς ἀνιᾶν «αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

  • ανήνιος — (I) ἀνήνιος, ον (Α) 1. ο χωρίς δυσφορία, δίχως πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. αντί ανάνιος < αν στερ. + ανία «δυσφορία, πόνος»]. (II) ἀνήνιος, ον (Α) [ηνίον] ο χωρίς ηνία, αχαλίνωτος, θρασύς …   Dictionary of Greek

  • εξήνιος — ἐξήνιος, ον (Α) αχαλίνωτος, ακατάσχετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ηνίον] …   Dictionary of Greek

  • ηνίο — το (AM ἡνίον, Α δωρ. τ. ἁνίον) συν. στον πληθ. τα ηνία επιμήκεις δερμάτινοι ιμάντες που αποτελούν μέρος τού χαλινού και τής παραχαλινίδας τού αλόγου, κν. γκέμια νεοελλ. 1. μτφ. διαχείριση, διακυβέρνηση, χειρισμός («τα ηνία τού κράτους») 2. (στον… …   Dictionary of Greek

  • σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων …   Dictionary of Greek

  • χρυσήνιος — και δωρ. τ. χρυσάνιος, ον, Α (ποιητ. τ.) 1. (ως προσωνυμία θεών και θεαινών) αυτός που έχει χρυσά ηνία («οὐδ ἀλαὸς σκοπιὴν εἶχε χρυσήνιος Ἄρης», Ομ. Οδ.) 2. προσωνυμία τού Άδου 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «χρυσήνιος δίφρος εὐάρμοστος». [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ԵՐԱՍԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0671 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c գ. ԵՐԱՍԱՆ ԵՐԱՍԱՆԱԿ. ἠνία, ἠνίον habena, lorum, retinaculum χαλινός frenum. պ. էրսան, էրսիւն. Առասանեայ կապ բերանոյ գրաստուց. որպէս եւ պախուրց կաշեայ,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԵՐԱՍԱՆԱԿ — ( ) NBH 1 0671 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c գ. ԵՐԱՍԱՆ ԵՐԱՍԱՆԱԿ. ἠνία, ἠνίον habena, lorum, retinaculum χαλινός frenum. պ. էրսան, էրսիւն. Առասանեայ կապ բերանոյ գրաստուց. որպէս եւ պախուրց կաշեայ,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἡνί' — ἡνία , ἡνία 1 reins neut nom/voc/acc pl ἡνίαι , ἡνία 2 bridle fem nom/voc pl ἡνίᾱͅ , ἡνία 2 bridle fem dat sg (attic doric aeolic) ἡνία , ἡνίον reins neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”