- ἡμί-θραυστος
ἡμί-θραυστος, halb zerbrochen; Lycophr. 378; Dioscor. 22 (IX, 568).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμί-θραυστος, halb zerbrochen; Lycophr. 378; Dioscor. 22 (IX, 568).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίθραυστος — η, ο (Α ἡμίθραυστος, ον) κατά το ήμισυ σπασμένος, μισοσπασμένος, μισορραγισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + θραυστος (< θραύω), πρβλ. ά θραυστος, εύ θραυστος] … Dictionary of Greek