ἡμί-οπτος, halb gebraten, κρέα Luc. Gall. 2, a. Sp., wie Hel. 2, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάροπτος — ον, Α μισοψημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀπτός «ψητός» (πρβλ. ημί οπτος)] … Dictionary of Greek
ημίοπτος — ἡμίοπτος, ον (Α) μισοψημένος, ατελώς ψημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + οπτός «ψημένος»] … Dictionary of Greek