παιδο-κτόνος

παιδο-κτόνος

παιδο-κτόνος, Kinder mordend; Soph. Ant. 1305; Eur. Herc. Fur. 835; sp. D., wie Philp. 42 (Plan. 137), von der Medea.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυνοκτόνος — κυνοκτόνος, ον (Α) 1. αυτός που φονεύει σκύλους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυνοκτόνον το φυτό ακόνιτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδο κτόνος, πατρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • ληστοκτόνος — ληστοκτόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει ληστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο κτόνος, παιδο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • λυκοκτόνος — λυκοκτόνος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώνει, που εξολοθρεύει λύκους («λυκοκτόνος φαρέτρη», Ανθ. Παλ.) 2. (το αρσ.) επίθετο τού Απόλλωνος («αὕτη δ , Ὀρέστα, τοῡ λυκοκτόνου θεοῡ ἀγορὰ Λύκειος», Σοφ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυκοκτόνον είδος φυτού με το… …   Dictionary of Greek

  • τιτανοκτόνος — ον, Α αυτός που επιφέρει τον θάνατο στους Τιτάνες («ὅπλον... μέγα Τιτανοκτόνον», Βατραχομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Τιτᾶνες + κτονος (< κτόνος < κτείνω), πρβλ. παιδο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • φαραωκτόνος — ὁ, Μ (κυρίως ως προσωνυμία τού Μωϋσέως) αυτός που κατάργησε την εξουσία τών φαραώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαραώ + κτόνος (< κτόνος < κτείνω), πρβλ. παιδο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • μυοκτόνος — ο (ΑΜ μυοκτόνος, ον) αυτός που σκοτώνει τα ποντίκια («γαλῆν τῶν μυοκτόνων», Τζέτζ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μυοκτόνο φάρμακο με το οποίο εξολοθρεύονται τα ποντίκια, ποντικοφάρμακο αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ μυοκτόνος είδος τού φυτού ακονίτου, το… …   Dictionary of Greek

  • οφιοκτόνος — ὀφιοκτόνος, ον (ΑΜ) αυτός που σκοτώνει τα φίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • παρθενοκτόνος — ον Α αυτός που φονεύει παρθένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • περσοκτόνος — ον, Α (για τον Θεμιστοκλή) αυτός που σκότωσε, που εξόντωσε τους Πέρσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πέρσης + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • πυθοκτόνος — ον, Α (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που φόνευσε τον Πύθωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πύθων + κτόνος (< κτείνω), πρβλ, παιδο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • σαυροκτόνος — ο / σαυροκτόνος, ον, ΝΑ 1. αυτός που φονεύει σαύρες 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Σαυροκτόνος περίφημο άγαλμα τού Πραξιτέλους, που παρίστανε τον Απόλλωνα έτοιμο να φονεύσει σαύρα με λίθο ή βέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα + κτόνος (< κτείνω), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”