- ἡμί-δραχμον
ἡμί-δραχμον, τό, eine halbe Drachme, Poll. 6, 160; B. A. 263.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμί-δραχμον, τό, eine halbe Drachme, Poll. 6, 160; B. A. 263.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίδραχμον — ἡμίδραχμον, τὸ (Α) 1. μισή δραχμή 2. σταθμική μονάδα για φάρμακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δραχμον (< δραχμή), πρβλ. δί δραχμον, τρί δραχμον] … Dictionary of Greek