- ἡμί-κλαστος
ἡμί-κλαστος, halb zerbrochen, Plut. fort. Rom. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμί-κλαστος, halb zerbrochen, Plut. fort. Rom. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεφαλόκλαστα — κεφαλόκλαστα, τὰ (Α) κακώσεις τού κεφαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κλαστον (< κλαστός < κλῶ «σπάω»), πρβλ. ημί κλαστος, μωλό κλαστος] … Dictionary of Greek
ημίκλαστος — η, ο (Α ἡμίκλαστος, ον) νεοελλ. φρ. (για φύλλο χαρτιού) «αναφορά εις ημίκλαστον» αναφορά γραμμένη σε φύλλο χαρτιού διπλωμένο στα δύο, τσακισμένο στη μέση αρχ. τεθλασμένος, τσακισμένος κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κλαστος (< κλω), πρβλ … Dictionary of Greek
μεσόκλαστος — μεσόκλαστος, ον (Α) (για εξάμετρους στίχους οι οποίοι έχουν στο εσωτερικό τους τροχαίο αντί για σπονδείο) ο σπασμένος, ο κομμένος στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κλαστός (< κλάω «σπάω»), πρβλ. ημί κλαστος] … Dictionary of Greek
τετράκλαστος — ον, Α (για άρτο) ο τεμαχισμένος στα τέσσερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κλαστός (< κλῶ «τεμαχίζω»), πρβλ. ἡμί κλαστος] … Dictionary of Greek
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia