- ἡμί-γαμος
ἡμί-γαμος, halb, d. i. nicht vollständig u. gesetzmäßig verheirathet, von der Concubine, Philostr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμί-γαμος, halb, d. i. nicht vollständig u. gesetzmäßig verheirathet, von der Concubine, Philostr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίγαμος — ἡμίγαμος, ον (Α) (για γυναίκες) η κατά το ήμισυ ύπανδρη, αυτή που ο γάμος της δεν έγινε κατά τους νόμους, μισοπαντρεμένη, παλλακίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + γαμος (< γάμος), πρβλ. ά γαμος, έγ γαμος] … Dictionary of Greek
Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… … Dictionary of Greek