- ἡμί-ειλος
ἡμί-ειλος, od. ἡμίηλος, halb gesinnt, halb getrocknet, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμί-ειλος, od. ἡμίηλος, halb gesinnt, halb getrocknet, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίειλος — ἡμίειλος, ον (η γρφ ημίηλος εσφ.) (Α) ο εκτεθειμένος κατά το ήμισυ στον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ειλος (< εἵλη «ηλιακή θερμότητα», πρβλ. εύ ειλος, πρόσ ειλος] … Dictionary of Greek