- ἡμί-καυστος
ἡμί-καυστος, halb verbrannt, Charit. 1, 3; auch ἡμίκαυτος, Ael. V. H. 13, 2 D. Cass. 50, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμί-καυστος, halb verbrannt, Charit. 1, 3; auch ἡμίκαυτος, Ael. V. H. 13, 2 D. Cass. 50, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολόκαυτος — και ολόκαυστος, η, ο (Α ολόκαυτος και ολόκαυστος, ον) αυτός που κάηκε ολόκληρος, που αποτεφρώθηκε αρχ. αυτός που φλέγεται, που καίγεται. επίρρ... ὁλοκαύτως (Α) με ολόκαυτο τρόπο, με τέλεια καύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + καυτός / καυστος (<… … Dictionary of Greek