- ἡμί-κρᾱνον
ἡμί-κρᾱνον, τό, nach Phryn. 328 besser als ἡμικεφάλαιον, Sp., der halbe Kopf.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμί-κρᾱνον, τό, nach Phryn. 328 besser als ἡμικεφάλαιον, Sp., der halbe Kopf.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίκρανον — ἡμίκρανον, τὸ (AM) βλ. ημίκραιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κρανον (< *κρανον < κρανίον), πρβλ. δί κρανον, κιονό κρανον] … Dictionary of Greek
μεσόκρανον — μεσόκρανον, τὸ (Α) η κορυφή τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κρανον (< *κρανον, βλ. κρανίον), πρβλ. ημί κρανον, λεοντό κρανον] … Dictionary of Greek