ἡμί-βρωτος

ἡμί-βρωτος

ἡμί-βρωτος, dasselbe; Xen. An. 1, 9, 26; Axion. Ath. III, 95 a; Nic. Th. 919 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κεφαλόβρωτος — κεφαλόθρωτος, ον (Α) πάπ. (για βιβλία) ο φαγωμένος στην κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. ημί βρωτος, καρπό βρωτος] …   Dictionary of Greek

  • ημίβρωτος — ἡμίβρωτος, ον (Α) φαγωμένος κατά το ήμισυ, μισοφαγωμένος («χῆνας ἡμιβρώτους ἔπεμπε», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βρωτός (< βιβρώ κω), πρβλ. ορνεό βρωτος, φθειρό βρωτος] …   Dictionary of Greek

  • πολύβρωτος — ον, ΜΑ κατασπαραγμένος, καταφαγωμένος («πολύβρωτα μέλεα», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βρωτός, ρηματ. επίθ. τού βιβρώσκω (πρβλ. ημί βρωτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”