- ἡμί-χουν
ἡμί-χουν, τό, halber χοῦς, Arist. H. A. 9, 40, wo auch der plur. ἡμίχοα steht; Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμί-χουν, τό, halber χοῦς, Arist. H. A. 9, 40, wo auch der plur. ἡμίχοα steht; Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίχους — ἡμίχους, ουν και οος, οον (Α) 1. αυτός που περιέχει μισόν χουν 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμίχουν μισός χους, αγγείο ή μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + χους «μέτρο υγρών»] … Dictionary of Greek