- ἡμί-τμητος
ἡμί-τμητος, dasselbe, Schol. Opp. H. 1, 716.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμί-τμητος, dasselbe, Schol. Opp. H. 1, 716.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεότμητος — η, ο (Α νεότμητος και δωρ. τ. νεότματος, ον) αυτός που κόπηκε ή τεμαχίστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τμητός (< τέμνω), πρβλ. ρινό τμητος, ημί τμητος] … Dictionary of Greek
ημίτμητος — η, ο (Α ἡμίτμητος, ον) αυτός που έχει κοπεί στα δύο, ο διχοτομημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τμη τος (< τέμνω, πρβλ. παθ. αόρ. ε τμή θην), πρβλ. ά τμη τος, δορί τμητος] … Dictionary of Greek