- ἡμί-πλεως
ἡμί-πλεως, halb voll, Poll. 6, 160.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμί-πλεως, halb voll, Poll. 6, 160.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίπλεως — ἡμίπλεως, ων (Α) κατά το ήμισυ πλήρης, μισογεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πλεως (< πίμπλημι), πρβλ. έμ πλεως, υπέρ πλεως] … Dictionary of Greek
ταριχόπλεως — ων, ΜΑ (για θάλασσα) γεμάτος από ψάρια κατάλληλα για πάστωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + πλέως «γεμάτος» (πρβλ. ἡμί πλεως)] … Dictionary of Greek