- ἡμί-πους
ἡμί-πους, οδος, ὁ, = ἡμιπόδιον, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμί-πους, οδος, ὁ, = ἡμιπόδιον, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιπόδιον — ἡμιπόδιον, τὸ (Α) (ως μέτρο) μισό πόδι, ημίπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πόδιον (< πους, ποδός), πρβλ. ακρο πόδιον, υπο πόδιον]. ἡμιπόδιον, τὸ (Α) το μισό πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πόδιον (< πους, ποδός)] … Dictionary of Greek
ημιπόδιος — ο (Α ἡμιπόδιος) νεοελλ. ζωολ. πτηνό τής τάξης των γερανόμορφων αρχ. το ημιπόδιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. < ημι * + πόδιον (< πους, ποδός), ενώ η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemipode < νεολατιν.… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
ημίαμβος — ἡμίαμβος, ὁ (AM) ήμισυς ίαμβος, ο τελευταίος μετρικός πους καταληκτικού ιαμβικού κώλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ίαμβος] … Dictionary of Greek