- ἡμί-πτωτος
ἡμί-πτωτος, halb eingestürzt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμί-πτωτος, halb eingestürzt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίπτωτος — η, ο (Α ἡμίπτωτος, ον) μισοπεσμένος, μισογκρεμισμένος, μισοερειπωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πτωτος (< πίπτω), πρβλ. έκ πτωτος, ομοιό πτωτος] … Dictionary of Greek