- ἡβητικός
ἡβητικός, zum Jüngling gehörig, jugendlich; λόγοι Xen. Hell. 5, 3, 20; Lac. 4, 7 ἡλικία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡβητικός, zum Jüngling gehörig, jugendlich; λόγοι Xen. Hell. 5, 3, 20; Lac. 4, 7 ἡλικία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηβητικός — ἡβητικός, ή, όν (Α) [ηβητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ήβη ή είναι κατάλληλος για την ήβη, ο νεανικός («ἡβητικοί λόγοι», Ξεν.) … Dictionary of Greek
ἡβητικῶν — ἡβητικός youthful fem gen pl ἡβητικός youthful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡβητικήν — ἡβητικός youthful fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηβικός — ή, ό (Α ἡβικός, ή, όν) [ήβη] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ήβη («ηβική χώρα») 2. ανατ. «ηβική σύμφυση» εύκαμπτη ινοχόνδρινη συνάρθρωση τών δύο ηβικών οστών στη μέση γραμμή τού πρόσθιου κάτω τμήματος τής κοιλιακής χώρας αρχ.… … Dictionary of Greek
ἡβητικάς — ἡβητικά̱ς , ἡβητικός youthful fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)