- ἡμι-άγιος
ἡμι-άγιος, halb heilig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-άγιος, halb heilig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιάγιος — ἡμιάγιος, ον (Α) σχεδόν άγιος, κατά το ήμισυ άγιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + άγιος] … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek