ἡμιονῖτις

ἡμιονῖτις

ἡμιονῖτις, ιδος, ἵππος, eine vom Esel belegte Stute, Strab. V, 212; auch ein Kraut, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἡμιονῖτις — of fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιονῖτιν — ἡμιονῖτις of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημιονίτης — ἡμιονίτης, ὁ, θηλ. ἡμιονῑτις (Α) [ημίονος] 1. το αρσ. ως ουσ. ο ημιονηγός 2. φρ. «ἵππος ἡμιονῑτις» φοράδα που κυοφορεί ημίονο 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡμιονῑτις (φυτ.) είδος φτέρης …   Dictionary of Greek

  • σπληνίο — το / σπληνίον, ΝΜΑ [σπλήν, ηνός] τεμάχιο διπλωμένης αποστειρωμένης γάζας που χρησιμοποιείται για αποοπόγγιοη, αιμόσταση και επικάλυψη τραυμάτων νεοελλ. φρ. «σπληνίο μεσολοβίου» ανατ. το πίσω άκρο τού μεσολοβίου ανάμεσα στα δύο ημισφαίρια τού… …   Dictionary of Greek

  • ἡμιονίτιδας — ἡμιονί̱τιδας , ἡμιονῖτις of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιονίτιδος — ἡμιονί̱τιδος , ἡμιονῖτις of fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”