ἡμι-θανής

ἡμι-θανής

ἡμι-θανής, ές, halb todt; Strab. II, 98; Lucill. 66 (XI, 392) u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ολοθανής — ὁλοθανής, ές (ΑΜ) νεκρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + θανής (< θ. θαν τού θνήσκω, πρβλ. αόρ. β ἔ θαν ον), πρβλ. ημι θανής, νεο θανής] …   Dictionary of Greek

  • ημιθανής — ές (AM ἡμιθανής, ές) αυτός που βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, σε κώμα, μισοπεθαμένος, σχεδόν νεκρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + θανής (< θνήσκω) πρβλ. αρτι θανής] …   Dictionary of Greek

  • τρισθανής — ές, Α αυτός που τού αξίζει να θανατωθεί τρεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + θανής (< θνῄσκω), πρβλ. ἡμι θανής] …   Dictionary of Greek

  • ημιδαμής — ἡμιδαμής, ές (Α) (μτγν. ποιητ. τ.) μισοσκοτωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. δ. αν. τών τ. ημι δαής* και ημι θανής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”