- ἡμι-λιτριαῖος
ἡμι-λιτριαῖος, halbpfündig, Strab. III, 146.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-λιτριαῖος, halbpfündig, Strab. III, 146.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιλιτριαίος — ἡμιλιτριαῑος, αία, ον (Α) αυτός που ζυγίζει μισή λίτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + λιτριαίος (μτγν. τ. του λιτραίος < λίτρον)] … Dictionary of Greek