- ἡνιο-στρόφος
ἡνιο-στρόφος, ὁ, der die Zügel wendet, Wagenlenker, Soph. El. 731; δρόμος Aesch. Ch. 1018, l. d.^
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡνιο-στρόφος, ὁ, der die Zügel wendet, Wagenlenker, Soph. El. 731; δρόμος Aesch. Ch. 1018, l. d.^
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρδιοστρόφος — καρδιοστρόφος, ὁ (Μ) αυτός που στρέφει, που ταράζει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + στρόφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. ασπιδη στρόφος, ηνιο στρόφος] … Dictionary of Greek
ιμονιοστρόφος — ἱμονιοστρόφος, ὁ (Α) αυτός που περιστρέφει την ιμονιά, αυτός που αντλεί νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμονιά + στρόφος (< στρόφος, ο < στρέφω), πρβλ. ηνιο στρόφος] … Dictionary of Greek
χαλινοστροφώ — έω, Μ οδηγώ το άλογο με το χαλινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + στροφῶ (< στροφος < στρόφος), πρβλ. ἠνιο στροφῶ] … Dictionary of Greek