ἡμι-μέριστος

ἡμι-μέριστος

ἡμι-μέριστος, gehälftet, Schol. Opp. H. 2, 286.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημιμέριστος — ἡμιμέριστος, ον (Α) αυτός που έχει διαιρεθεί κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μεριστος (< μερίζομαι), πρβλ. α μέριστος, πολυ μέρι στος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”