- ἡμι-μάραντος
ἡμι-μάραντος, halb welk; Luc. Tox. 13; Alciphr, 3, 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-μάραντος, halb welk; Luc. Tox. 13; Alciphr, 3, 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιμάραντος — ἡμιμάραντος, ον (Α) σχεδόν μαραμένος, μισομαραμένος, μισόξερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μαραντος (< μαραίνω), πρβλ. α μάραντος] … Dictionary of Greek