- ἡμι-δεής
ἡμι-δεής, ές, woran die Hälfte fehlt, halbvoll; βίκοι οἴνου Xen. An. 1, 9, 25; Posidipp. 12 (V, 183) u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-δεής, ές, woran die Hälfte fehlt, halbvoll; βίκοι οἴνου Xen. An. 1, 9, 25; Posidipp. 12 (V, 183) u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιδεής — ἡμιδεής, ὲς (Α) 1. ο κατά το ήμισυ γεμάτος, ελλιπής, μισογεμάτος 2. φρ. «ἐξ ἡμιδεοῡς» κατά το ήμισυ 3. (αντί τού ημιδαής) μισοκομμένος, μισοσχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + δεής (< δέω ή αμάρτυρο *δέος «έλλειψη»), πρβλ. εν δεής, κατα δεής] … Dictionary of Greek