- ἡμι-δαρεικόν
ἡμι-δαρεικόν, τό, ein halber Dareike, Xen. An. 1, 3, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-δαρεικόν, τό, ein halber Dareike, Xen. An. 1, 3, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιδαρεικόν — ἡμιδαρεικόν, το (Α) μισός δαρεικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δαρεικόν «νόμισμα τής αρχ. Περσίας»] … Dictionary of Greek