- ἡμι-μεθής
ἡμι-μεθής, ές, halb trunken; στόμα Philp. 11 (VI, 251); Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-μεθής, ές, halb trunken; στόμα Philp. 11 (VI, 251); Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυμεθής — ές, Α ο πολύ μέθυσος, μπεκρούλιακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μέθη (πρβλ. ημι μεθής)] … Dictionary of Greek