- ἡμι-μερής
ἡμι-μερής, ές, halbtheilig, zur Hälfte, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-μερής, ές, halbtheilig, zur Hälfte, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιμερής — ἡμιμερής, ές (Μ) ο μισός, αυτός που αποτελεί μισό μερίδιο, που συνίσταται από μισό μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μερής (< μέρος), πρβλ. μονο μερής, πολυ μερής] … Dictionary of Greek
εφθημιμερής — ές (ΑΜ ἑφθημιμερής, ές) 1. αυτός που περιέχει επτά ημίση (3 + 1/2) 2. (στη μετρική) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφθημιμερὲς (ενν. μέτρο) το μέτρο που περιέχει 3 1/2 πόδες, όπως είναι το αποτελούμενο από τους πρώτους 3 1/2 πόδες τού δακτυλικού εξαμέτρου,… … Dictionary of Greek