- ἡμι-βαφής
ἡμι-βαφής, ές, halb gefärbt, Nonn. D. 1, 358.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-βαφής, ές, halb gefärbt, Nonn. D. 1, 358.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιβαφής — ἡμιβαφής, ες (Α) μισοβαμμένος, αυτός που είναι βαμμένος κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο βαφής, οινο βαφής] … Dictionary of Greek