- ἡμι-γένειος
ἡμι-γένειος, halbbärtig, Theocr. 6, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-γένειος, halbbärtig, Theocr. 6, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιγένειος — ἡμιγένειος, ον (Α) (για νεανία) αυτός που δεν έχει ακόμη όλα τα γένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + γενειος (< γένειον < γένυς), πρβλ. ευθυ γένειος, πρωτο γένειος] … Dictionary of Greek