- ἡμι-κάδιον
ἡμι-κάδιον, τό (nicht ἡμικάδδιον), ein halber κάδος, Philoch. Poll. 10, 71.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-κάδιον, τό (nicht ἡμικάδδιον), ein halber κάδος, Philoch. Poll. 10, 71.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημικάδιον — ἡμικάδιον, τὸ (Α) μέτρο χωρητικότητας, μισός κάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κάδιον (< κάδος)] … Dictionary of Greek